Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τώρα έχω

  • 1 μελέτη

    η
    1) изучение, исследование; 2) научное исследование, научный труд; трактат; диссертация; 3) чтение; занятие;

    τώρα έχω μελέτη — сейчас мне надо заниматься;

    § αίθουσαμελέτης — читальный зал

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μελέτη

  • 2 εξής

    1. επίρρ.:

    ως εξής — следующим образом;

    τό ζήτημα έχει ως εξής — дело обстоит следующим образом, так;

    καί οΰτω καθ' εξής — или καί τα εξής — и так далее;

    2. (ο, η, τό) άκλ.:

    τα εξής — следующее;

    οι εξής — следующие;

    εις το εξής — в дальнейшем, в будущем, впредь;

    από τώρα και εις το εξής — отныне и впредь, с этого времени;

    3. επίθ. άκλ. следующий; такой;

    προτείνω την εξής λύση — предлагать следующее (такое) решение;

    έχω την εξής γνώμη — иметь следующее мнение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξής

  • 3 θα

    (θαλά, θανά, θελα, θενά) μόριο
    1) с формами сослагательного наклонения служит для образования будущего времени): θα γράφω я буду писать; θα γράψω я напишу; θα έχω γράψει όταν... я уже напишу, когда...; 2) с формами перфекта и плюсквамперфекта служит для образования условного наклонения): θα το έγραφα, άν είχα καιρό я бы написал, если бы было время; θα το είχα γράψει ως τώρα, άν... я бы уже написал, если бы...; 3) (с гл. изъявительного наклонения служит для выражения вероятности): φαίνεται πώς θα έρχεται ο δάσκαλος και σωπάσανετά παιδιά вероятно, должен был прийти учитель, и дети замолчали; θα καθυστέρησε το τραίνο και γι' αδτό δεν ήρθε ο φίλος μου вероятно, поезд опоздал, и поэтому не пришёл мой друг; φαίνεται θα τού είπαν ему, видимо, сказали; θα έχει βρέξει κάπου, γι' αυτό κρύωσε ο καιρός вероятно, где-то прошёл дождь, и поэтому похолодало

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θα

См. также в других словарях:

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • αγκίδα — η 1. μύτη ξύλου: Μου μπήκε μια αγκίδα στο δάχτυλο. 2. ενόχληση: Αρκετόν καιρό τώρα έχω αυτή την αγκίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ήδη — (AM ἤδη) (χρον. επίρρ.) 1. (για γεγονότα άμεσου παρελθόντος) τώρα πια, πλέον, τώρα πλέον (α. «έχουμε ήδη μπει στον χειμώνα» β. «νὺξ ἤδη τελέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (με αριθμ. που δηλώνουν χρόνο, και για κοντινό και για απώτερο παρελθόν) τώρα πλέον, από …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • πάρειμι — (I) ΜΑ 1. παρέρχομαι, περνώ από κοντά («ὥσπερ οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς μὲν παριόντας διώκοντες καὶ δάκνουσι», Ξεν.) 2. υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον (α. «ἐφάνη ἀνήρ... ὅς σε καὶ πάρεισι... πανουργίᾳ καὶ θράσει» φάνηκε ο άνδρας που θα σέ πάψει και θα σέ… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»